ορθή αναφορά

ορθή αναφορά
Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου της ουράνιας σφαίρας, που περνά από τους πόλους της και από τα σημεία γ, γ’ (το εαρινό και το φθινοπωρινό ισημερινό σημείο). Ο κύκλος αυτός ονομάζεται κόλουρος των ισημεριών (τα σημεία γ, γ’ είναι οι τομές της εκλειπτικής με τον ισημερινό). Αν Σ είναι ένα σημείο στην ουράνια σφαίρα και ΝΣS είναι ο ωριαίος κύκλος του Σ (δηλαδή ο μέγιστος κύκλος, που περνά από τους πόλους Ν, S και το σημείο Σ), τότε τα επίπεδα ΝγS και ΝΣS ορίζουν μια δίεδρη γωνία· αν σ είναι η τομή του ΝΣS και του ισημερινού, τότε η δίεδρη γωνία(ΝγS, ΝΣS) μετριέται από το τόξο γσ του ισημερινού. Ως ο.α. του σημείου Σ ορίζεται το μέτρο του τόξου γσ σε ώρες, πρώτα και δεύτερα λεπτά, κατά την ορθή φορά (από το σημείο γ), και συμβολίζεται με το γράμμα α. Ώστε η α ενός σημείου Σ της ουράνιας σφαίρας παίρνει τιμές από 0 μέχρι 24 ώρες (κάθε 1 ώρα αντιστοιχεί σε τόξο 15°). Όλα τα άστρα, που έχουν τον αυτόν ωριαίο κύκλο έχουν, προφανώς, την αυτή ορθή αναφορά (και μόνο αυτά). Η άλλη από τις δύο ουρανογραφικές συντεταγμένες ονομάζεται: απόκλιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόκλιση — (Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον… …   Dictionary of Greek

  • ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακή διόπτρα — (Αστρον.). Αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης ενός ουράνιου σώματος στις συντεταγμένες του ορίζοντα: ύψος και αζιμούθιο. Η διόπτρα του οργάνου μπορεί να μετατοπίζεται κατά μήκος δύο αξόνων, ενός οριζόντιου και… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκίνηση — (Αστρον.). Η φαινόμενη γωνιακή μετατόπιση ανά χρόνο ενός αστέρα πάνω στην ουράνια σφαίρα, δηλαδή η κίνηση του αστέρα προς μια διεύθυνση κάθετη προς τη γραμμή όρασης. Η κίνηση αυτή οφείλεται τόσο στην πραγματική κίνηση του αστέρα στο διάστημα όσο… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρναρντ, Έντουαρντ Έμερσον — (Edward Emerson Barnard, Νάσβιλ, Τενεσί 1857 – Γουίλιαμς Μπεν, Γουισκόνσιν 1923). Αμερικανός αστρονόμος. Αρχικά υπήρξε ερασιτέχνης αστρονόμος, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ και μετά εργάστηκε στο αστεροσκοπείο Λικ στο όρος Χάμιλτον… …   Dictionary of Greek

  • Πίκερινγκ — (Pickering). Επώνυμο 2 αδελφών Αμερικανών αστρονόμων. 1. Γουίλιαμ Χένρι (Βοστώνη 1858 – Μάντεβολ, Τζαμάικα 1938). Συνεργάστηκε αρχικά με τον αδελφό του Έντουαρντ Τσαρλς Π. Ασχολήθηκε με τις εγκαταστάσεις του Φλάγκσταφ στην Αριζόνα. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”